φιλοξενοῦντος

φιλοξενοῦντος
φιλοξενέω
entertain hospitably
pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκτονία — ξενοκτονία, ἡ (Α) [ξενοκτόνος] 1. ο φόνος ξένων ή φίλων («περὶ τῆς Βουσίριδος ξενοκτονίας παρὰ τοῑς Ἕλλησιν ἐνισχύσαι τὸν μῡθον», Διόδ.) 2. ο φόνος φιλοξενούντος ή φιλοξενουμένου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”